- στιλβός
- -ή, -όν, ΜΑ [στίλβω]στιλπνός, λαμπρός, γυαλιστερός («καί τι καὶ στίλβον ἔχειν ὁμοίως πυρί», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιλβότερον — στιλβός adverbial comp στιλβός masc acc comp sg στιλβός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβόν — στιλβός masc acc sg στιλβός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβῆς — στιλβός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβή — στιλβός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβότερος — στιλβός masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβένιο — το, Ν χημ. 1. ακόρεστος και αρωματικός υδρογονάνθρακας που χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωστικών υλών, αλλ. τολουυλένιο ή 1, 2 διφαινυλαιθυλένιο 2. φρ. «χρώματα τού στιλβενίου» τάξη χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
στιλβοποιώ — έω, Α κάνω κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει («μίγνυται δὲ καὶ σμήγμασιν ὀδόντων καὶ ἐπιχρίσμασι προσώπου στιλβοποιοῡσα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβός + ποιῶ (< ποιός*)] … Dictionary of Greek
στιλβότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στιλβός] η ιδιότητα τού στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.) … Dictionary of Greek
στιλβώνω — στιλβῶ, όω, ΝΜΑ [στιλβός] καθιστώ κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει, δίνω λάμψη σε μια επιφάνεια, γυαλίζω, λουστράρω αρχ. παθ. στιλβοῡμαι, όομαι ακτινοβολώ, λάμπω … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek